κατασχεδιάζω

κατασχεδιάζω
κατασχεδιάζω
affirm rashly of
pres subj act 1st sg
κατασχεδιάζω
affirm rashly of
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατασχεδιάζω — (Α) 1. βεβαιώνω με προχειρότητα, απερίσκεπτα κάτι 2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι προχείρως, κάτι εναντίον κάποιου 3. (κατά τον Ησύχ.) «κατασχεδιάσω καταφλυαρήσω, ψεύσομαι» …   Dictionary of Greek

  • κατασχεδιάσω — κατασχεδιάζω affirm rashly of aor subj act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of fut ind act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασχεδιάζειν — κατασχεδιάζω affirm rashly of pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”